ξεκουβαριάζω

ξεκουβαριάζω
μετ. разматывать, раскручивать, распутывать (нитки, пряжу)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεκουβαριάζω" в других словарях:

  • ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] …   Dictionary of Greek

  • εκμηρύομαι — ἐκμηρύομαι (Α) 1. ξετυλίγω, ξεκουβαριάζω 2. (για στρατιώτες) διαβιβάζω, περνώ ένα ένα 3. (για στρατό) επεκτείνομαι, καταλαμβάνω θέσεις από ένα σημείο ώς κάποιο άλλο …   Dictionary of Greek

  • ξετυλίγω — ξετύλιξα, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος 1. ξεδιπλώνω, ξεκουβαριάζω, ξεμπερδεύω: Ξετυλίγω το χαρτί. – Ξετυλίγω το κουβάρι. – Ξετυλίγω το χαλί. 2. το μέσ., μτφ., ξετυλίγομαι απλώνομαι, εκτείνομαι, συμβαίνω: Τα γεγονότα ξετυλίχτηκαν γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»